γαληνοῦ

γαληνοῦ
γαληνός
calm
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • Σάτυρος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι άγνωστος ο τόπος της καταγωγής του καθώς και ο χρόνος που μαρτύρησε. Αποκεφαλίστηκε στην Καμπανία της Ιταλίας, μαζί με πολλούς άλλους των περισσότερων από τους οποίους τα ονόματα είναι άγνωστα. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» …   Dictionary of Greek

  • γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • γαληνιστής — ο οπαδός τών θεωριών τού Γαληνού …   Dictionary of Greek

  • πέμπελος — η, ο / πέμπελος, ον, ΜΑ γηραλέος, υπέργηρος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία τού Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν»… …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”